- προστρόπαιον
- προστρόπαιοςturning oneself towardsmasc/fem acc sgπροστρόπαιοςturning oneself towardsneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προστρόπαιος — και δωρ. τ. ποτιτρόπαιος και ποιητ. τ. προστρόπιος, ον, Α [προστροπή] 1. (ως επίθ. και ως ουσ.) α) αυτός που στρέφεται προς το μέρος κάποιου β) μτφ. (για άνθρωπο μιασμένο από φόνο ή έγκλημα ή ασέβεια) αυτός που στρέφεται προς έναν θεό ή άνθρωπο… … Dictionary of Greek
μη γαρ — μὴ γὰρ (Α) (ελλειπτ. φρ.) 1. (συν. σε αποκρίσεις για εμφαντική άρνηση) βεβαίως όχι, καθόλου («μὴ γὰρ λεγέτω τὸ ὄνομα... Μὴ γάρ», Πλάτ.) 2. (σε παρενθετικές προτάσεις) πολύ λιγότερο, δεν θέλω να πω ότι («ἐάσετε οὖν αὐτὸν τὸ τοιοῡτον αὑτοῡ… … Dictionary of Greek